Πηγή: Από το βιβλίο «Περί Προσευχής» Λόγοι ΣΤ’
Εγώ, όταν ήμουν στον στρατό και ήμασταν στις επιχειρήσεις πάνω στα βουνά, επτά μήνες είχα να δω εκκλησία.
Μια μέρα με έστειλαν κάτω στην Ναύπακτο, για να φτιάξω κάτι ασυρμάτους και έπρεπε να γυρίσω αμέσως πίσω.
Τακτοποίησα τους ασυρμάτους και, καθώς επέστρεφα, πέρασα έξω από μία εκκλησία που ήταν πάνω στον δρόμο. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και έψαλλαν τους Χαιρετισμούς. Πώς να μπω μέσα; Είχα τους ασυρμάτους που δεν μπορούσα να τους αφήσω· δεν είχα και χρόνο.
Κάθησα μόνον πέντε λεπτά έξω από την εκκλησία. Με έπιασε ένα παράπονο! Έκλαιγα σαν μικρό παιδί. «Θεέ μου, έλεγα, πως κατήντησα! Από μικρός πήγαινα στην εκκλησία, πριν πάη ο νεωκόρος.
Και τώρα επτά μήνες έκανα να δω εκκλησία!».
Εγώ, όταν ήμουν στον στρατό και ήμασταν στις επιχειρήσεις πάνω στα βουνά, επτά μήνες είχα να δω εκκλησία.
Μια μέρα με έστειλαν κάτω στην Ναύπακτο, για να φτιάξω κάτι ασυρμάτους και έπρεπε να γυρίσω αμέσως πίσω.
Τακτοποίησα τους ασυρμάτους και, καθώς επέστρεφα, πέρασα έξω από μία εκκλησία που ήταν πάνω στον δρόμο. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και έψαλλαν τους Χαιρετισμούς. Πώς να μπω μέσα; Είχα τους ασυρμάτους που δεν μπορούσα να τους αφήσω· δεν είχα και χρόνο.
Κάθησα μόνον πέντε λεπτά έξω από την εκκλησία. Με έπιασε ένα παράπονο! Έκλαιγα σαν μικρό παιδί. «Θεέ μου, έλεγα, πως κατήντησα! Από μικρός πήγαινα στην εκκλησία, πριν πάη ο νεωκόρος.
Και τώρα επτά μήνες έκανα να δω εκκλησία!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου